- μαστύς
- μαστύς, -ύος, ἡ (Α)(ιων. αντί μάστευσις) η μάστευση, η έρευνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ- τού μαίομα* «ερευνώ» + επίθημα -τύς (πρβλ. κλίνω - κλιτύς*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστύς — μαστύ̱ς , μαστύς fem acc pl μαστύς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστύος — μαστύς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
ματεύω — και ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) 1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.) 2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.) 3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ… … Dictionary of Greek